- δίτομος
- -η, -οαυτός που αποτελείται από δύο τόμους: Το λεξικό είναι δίτομο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίτομος — η και ος, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο τόμους («δίτομο λεξικό», «δίτομη έκδοση») 2. το αρσ. ως ουσ. ο δίτομος σκαπτικός, νυκτόβιος κάνθαρος τών μεσογειακών χωρών 3. το θηλ. ως ουσ. η δίτομος κολεόπτερο τής οικογένειας τών κολυδιιδών … Dictionary of Greek
АТОМИЗМ — (от греч. atomon – неделимое) атомистика, учение о том, что все вещи состоят из самостоятельных элементов (атомов) и что все совершающееся основывается на перемещении, соединении и разъединении этих элементов. Это представление об атоме и по сей… … Философская энциклопедия
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek